εὐπετείη

εὐπετείη
εὐπέτεια
ease
fem nom/voc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ευπέτεια — εὐπέτεια και ιων. τ. εὐπετείη, ἡ (Α) [ευπετής] 1. ευκολία, ευχέρεια 2. αφθονία, περίσσεια 3. αδυναμία, καχεξία, μαρασμός τού σώματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”